- ποταμίαι
- ποταμίᾱͅ , ποτάμιοςoffem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)